Перевод: с русского на все языки

со всех языков на русский

κάνει κρύο

  • 1 холодно

    холодно
    1. безл κάνει ψύχρα, κάνει κρύο:
    мне \холодно κρυώνω, αίσθάνομαι κρύο· сего́дня \холодно σήμερα κάνει κρύο·
    2. нареч (равнодушно) ψυχρά, ἀδιάφορα:
    \холодно встретить кого́-л. ὑποδέχομαι κάποιον ψυχρά· ◊ ни тепло́ ни \холодно οὔτε κρύο ὁὔτε ζέστη.

    Русско-новогреческий словарь > холодно

  • 2 холодно

    холодно 1. нареч. ψυχρά, κρύα* \холодно встретить кого-л. δέχομαι κάποιον ψυχρά, κάνω κρύα υποδοχή 2, предик, κάνει ψύχρα, κάνει κρύο; сегодня очень \холодно σήμερα κάνει πολλή ψύχρα; мне \холодно κρυώνω
    * * *
    1. нареч.
    ψυχρά, κρύα

    хо́лодно встре́тить кого́-л. — δέχομαι κάποιον ψυχρά, κάνω κρύα υποδοχή

    2. предик.
    κάνει ψύχρα, κάνει κρύο

    сего́дня о́чень хо́лодно — σήμερα κάνει πολλή ψύχρα

    мне хо́лодно — κρυώνω

    Русско-греческий словарь > холодно

  • 3 холодать

    ρ.δ.
    1. (απρόσ.) κάνει, κρύο•

    холодать начинает холодать αρχίζει, να κάνει, κρύο.

    2. βλ. холодеть (2 σημ.).
    εκφρ.
    холодать и голодать – με δέρνει το κρύο και, η φτώχεια (ή και, η πείνα).

    Большой русско-греческий словарь > холодать

  • 4 погода

    погода ж о καιρός· хорошая \погода η καλοκαιρία, ο καλός καιρός· плохая \погода η κακοκαιρία, ο κακός (или άθλιος) καιρός· (сегодня) холодная \погода (σήμερα) κάνει κρύο· сегодня лётная (нелётная) \погода σήμερα ο καιρός είναι (δεν είναι) κατάλληλος για πτήση· прогноз \погодаы η πρόγνωση του καιρού
    * * *
    ж
    ο καιρός

    хоро́шая пого́да — η καλοκαιρία, ο καλός καιρός

    плоха́я пого́да — η κακοκαιρία, ο κακός ( или άθλιος) καιρός

    (сего́дня) холо́дная пого́да — (σήμερα) κάνει κρύο

    сего́дня лётная (нелётная) пого́да — σήμερα ο καιρός είναι (δεν είναι) κατάλληλος για πτήση

    прогно́з пого́ды — η πρόγνωση του καιρού

    Русско-греческий словарь > погода

  • 5 холодно

    1. επίρ. κρύα, ψυχρά.
    2. κατηγ. είναι (κάνει) κρύο•

    на улице холодно έξω κάνει κρύο.

    3. μτφ. είναι, (υπάρχει) πλήξη, ανία.
    εκφρ.
    ни жарко ни холодно – ούτε θερμά ούτε ψυχρά (αδιάφορα).

    Большой русско-греческий словарь > холодно

  • 6 морозно

    επίρ.
    ως κατηγ. είναι (κάνει) κρύο•

    сегодня морозно σήμερα κάνει παγωνιά.

    Большой русско-греческий словарь > морозно

  • 7 студёно

    απρόσ. ως κατηγ. (απλ.) κάνει ψύχος•

    ночью студёно будет τη νύχτα θα κάνει κρύο.

    Большой русско-греческий словарь > студёно

  • 8 да

    да I
    частица
    1. (утвердительная) ναί, μάλιστα:
    Вы придете завтра? · Да! Θά ἔρθετε αὐριο; · Ναί!· да, конечно ναί, βέβαια· да или нет? ναί ἡ ὄχι;· ни да ни нет οὔτε ναί οὔτε ὄχι· да, это так μάλιστα, ἐτσι εἶναι
    2. (при выражении удивления, недоверия) ναί, ἀλήθεια, πραγματικά [-ῶς]:
    ну да! ναί!·
    3. (вводн. сл. в начале речи) ἄ ναί:
    да, еще забыл вам сказать... ἄ ναί, ξέχασα ἐπίσης νά σᾶς πῶ...·
    4. (усилительная) λοιπόν, ντέ, δά, μά:
    да говорите же скорее! λέγετε λοιπόν πιό γρήγορα!· да замолчи же! σώπα ντέ!, σώπα λοιπόν!· да не может быть! αὐτό εἶναι ἀδύνατο!·
    5. (пусть) ᾶς, νά (в переводе часто опускается):
    да здравствует Первое мая! ζήτω ἡ Πρώτη τοῦ Μάη!, ζήτω ἡ πρωτομαγιά! да живет он многие годы! νά ζήσει χρόνια πολλά!
    да II
    союз
    1. (соединительный) καί (перед гласными принимает форму κἰ):
    ты да я ἐσύ κι ἐγώ·
    2. (присоединительный в смысле «к тому же», «вдобавок») καί, κι ἐπί πλέον:
    холодно, да дождь льет κάνει κρύο καί ἐκτός αὐτοῦ (или κι ἐπί πλεον) βρέχει· шел он один, да еще в темноте βάδιζε μόνος του καί μάλιστα στά σκοτεινά·
    3. (противительный) μά, ἀλλά, ὀμως:
    хорошо, да не очень καλά, μά ὄχι καί τόσο, εἶναι καλό, ἀλλά ὄχι καί σπουδαίο.

    Русско-новогреческий словарь > да

  • 9 зябко

    1. επίρ. μαργώνοντας.
    2. ως κατηγ. είναι (κάνει) κρύο.

    Большой русско-греческий словарь > зябко

  • 10 довольно

    довольно 1. нареч. αρκετά· сегодня \довольно холодно (жарко) σήμερα κάνει αρκετά κρύο ( ζέστη) 2. предик, (достаточно) φτάνει, αρκετά, αρκεί· \довольно! φτάνει πια!
    * * *
    1. нареч.

    сего́дня дово́льно хо́лодно (жа́рко) — σήμερα κάνει αρκετά κρύο (ζέστη)

    2. предик.
    ( достаточно) φτάνει, αρκετά, αρκεί

    дово́льно! — φτάνει πια!

    Русско-греческий словарь > довольно

  • 11 мороз

    α.
    1. κρύο, ψύχος πάγος•

    крепкий мороз δυνατό κρύο, παγετός, παγωνιά•

    трескучий мороз διαβολεμένο κρύο•

    сильный мороз δριμύ ψύχος.

    || ψύχος κάτω του μηδενός•

    четыре градуса -а τέσσερις βαθμούς κάτω από το μηδέν.

    2. ψύχρα, ψυχρός καιρός.
    εκφρ.
    мороз по коже ή по спине подирает ή дерт, пробегает – ανατριχιάζω (από κρύο, φόβο)•
    ударили -ы – έπεσαν κρύα•
    стоят сильные -ы – κάνει δριμύ ψύχος.

    Большой русско-греческий словарь > мороз

  • 12 замораживать

    ρ.δ.
    1. βλ. заморозить.
    2. απλ. απροσ. κάνει δυνατό κρύο.
    κρυώνω, ψύχομαι• παγώνω.

    Большой русско-греческий словарь > замораживать

  • 13 захолодать

    -ает ρ.σ. (απλ.) απρόσ. κάνει (έκανε) κρύο•

    -ло κρύωσε ο καιρός.

    || κρυώνω•

    у меня -ли ноги μου κρύωσαν τα πόδια•

    печь у нас -ла η θερμάστρα μας κρύωσε.

    Большой русско-греческий словарь > захолодать

См. также в других словарях:

  • κάνω — και κάμνω (AM κάμνω, Μ και κάνω) κατασκευάζω, δημιουργώ, φτειάχνω (α. «δεν τήν έκανες καλά τη βιβλιοθήκη» β. «οὐδ ἄνδρες νηῶν ἔνι τέκτονες, οἵ κε κάμοιεν νῆας ἐϋσσέλμους», Ομ. Οδ.) νεοελλ. 1. επιχειρώ κάτι, προσπαθώ ή αρχίζω μια ενέργεια (α.… …   Dictionary of Greek

  • Stamos Semsis — (griechisch Στάμος Σέμσης, * 1964 in Athen) ist ein griechischer Violinist, Bratschist, Komponist und Texter. Er stammt aus einer Musikerfamilie, deren Wurzeln bis ins 19. Jahrhundert reichen. Sein Großvater Dimitris Semsis (Salonikios) und… …   Deutsch Wikipedia

  • ντύνω — 1. περιβάλλω κάποιον ή κάτι με ένδυμα ή κάλυμμα, ενδύω ή επενδύω, καλύπτω με επένδυση (α. «ντύσε καλά το παιδί για να μην κρυώσει» β. «τόν έντυσα πολύ βαριά, χωρίς να κάνει κρύο» γ. «συνηθίζω να ντύνω τα βιβλία μου για να μη λερώνονται») 2. μέσ.… …   Dictionary of Greek

  • φαρμάκι — το 1. δηλητήριο, τοξικό φάρμακο: Ήπιε φαρμάκι και πέθανε. 2. ό,τι είναι πολύ πικρό: Ο καφές ήταν φαρμάκι. 3. μτφ., ψυχική πίκρα: Πολλά φαρμάκια ήπιε στη ζωή του. 4. διαπεραστικό ψύχος: Απόψε κάνει κρύο φαρμάκι! …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • Γερμανία — Επίσημη ονομασία: Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας Προηγούμενη ονομασία (1948 90): Γερμανική Ομοσπονδιακή Δημοκρατία (ή Δυτική Γερμανία) & Γερμανική Λαϊκή Δημοκρατία) Έκταση: 357.021 τ.χλμ Πληθυσμός: 82.440.309 κάτ. (2000) Πρωτεύουσα:… …   Dictionary of Greek

  • Ιταλία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ιταλίας Έκταση: 301.230 τ. χλμ. Πληθυσμός: 56.305.568 (2001) Πρωτεύουσα: Ρώμη (2.459.776 κάτ. το 2001)Κράτος της νότιας Ευρώπης. Συνορεύει στα ΒΔ με τη Γαλλία, στα Β με την Ελβετία και την Αυστρία, στα ΒΑ με τη… …   Dictionary of Greek

  • Ρωσία — H Pωσική Oμοσπονδία αποτελεί το μεγαλύτερο σε έκταση κράτος της γης. Tα σύνορά της ξεκινούν από την Eυρώπη, καλύπτουν όλη την Aσία και φτάνουν στην Άπω Aνατολή. Bόρεια και ανατολικά βρέχεται από τον Aρκτικό και τον Eιρηνικό Ωκεανό και στα δυτικά… …   Dictionary of Greek

  • Γαλλία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Γαλλίας Έκταση: 547.030 τ.χλμ Πληθυσμός: 58.518.148 κάτ. (2000) Πρωτεύουσα: Παρίσι (2.125.246 κάτ. το 2000)Κράτος της δυτικής Ευρώπης. Συνορεύει στα ΝΑ με την Ισπανία και την Ανδόρα, στα Β με το Βέλγιο και το… …   Dictionary of Greek

  • γούνα — Δέρμα μαστοφόρου που το τρίχωμά του γίνεται αντικείμενο επεξεργασίας με σκοπό να χρησιμοποιηθεί ως ένδυμα καθώς και για φοδράρισμα ή στόλισμα ενδυμάτων. Η γ. είναι συνήθως πιο σκούρα στην πλάτη παρά στα πλευρά ή στην κοιλιά του ζώου. Συνήθως στις …   Dictionary of Greek

  • ζέστη — Πεδινός οικισμός (υψόμ. 20 μ., 144 κάτ.) στην πρώην επαρχία Μεσολογγίου του νομού Αιτωλοακαρνανίας. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Ιεράς Πόλης Μεσολογγίου. * * * και ζέστα, η (Μ ζέστη) θερμότητα, υψηλή θερμοκρασία νεοελλ. 1. θαλπωρή 2. (για… …   Dictionary of Greek

  • ορειβάσια — Η τέχνη της αναρρίχησης στα βουνά και κυρίως στις δυσπρόσιτες κορυφές. Η ο. εκτελείται συνήθως από ομάδες με τους κατάλληλους τεχνικούς τρόπους και τα απαραίτητα μέσα. Και στην Ελλάδα χρησιμοποιείται συχνά και ο διεθνής όρος αλπινισμός, από το… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»